Το συχνότερο αίτιο επιληπτικών κρίσεων στο σκύλο είναι η ιδιοπαθής επιληψία. Στο άρθρο αυτό θα τη γνωρίσουμε αναλυτικά. Αποτελεί συνέχεια του άρθρου «Η Επιληψία στο Σκύλο», και καθώς θα χρησιμοποιηθούν έννοιες που αναλύθηκαν εκεί, σας προτρέπουμε να διαβάσετε πρώτα εκείνο το άρθρο ώστε να κατανοήσετε καλύτερα την παρούσα ανάλυση.
Ας ξεκινήσουμε με ένα ιατρικό μυστικό. Η λέξη ιδιοπαθής για την ιατρική κοινότητα σημαίνει πως «δεν ξέρω πού οφείλεται»! Άρα για να υπάρχει διάγνωση ιδιοπαθούς νοσήματος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διερεύνηση όλων των γνωστών πιθανών αιτίων που προκαλούν τη συγκεκριμένη κατάσταση. Στην περίπτωση των επιληπτικών κρίσεων στο σκύλο, η βέλτιστη πρακτική είναι να αποκλειστούν όλα τα πιθανά νοσήματα που προκαλούν επιληπτικές κρίσεις πριν τεθεί η διάγνωση της ιδιοπαθούς επιληψίας.
Επομένως, όταν προσκομίζεται ένας σκύλος στο κτηνιατρείο επειδή έκανε κρίση, ο ιατρός θα αρχίσει με το ιστορικό του ζώου και συγκεκριμένα με όλα τα στοιχεία του ζώου, το ιατρικό του παρελθόν και μια πλήρη περιγραφή των επιληπτικών κρίσεων από τον κηδεμόνα του.
Στη συνέχεια γίνεται μια πλήρης κλινική εξέταση που ακολουθείται από μια νευρολογική εξέταση. Σειρά έχουν οι αιματολογικές εξετάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η γενική αίματος, οι βιοχημικές εξετάσεις (τριγλυκερίδια, χολοστερόλη, άζωτο ουρίας, κρεατινίνη, γλυκόζη, τρανσαμινάσες και αμμωνία). Συμπληρωματικά μπορεί να γίνει και μια γενική ούρων. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, τότε δεν πρόκειται για ιδιοπαθή επιληψία, αλλά για κάποια εξωκρανιακή νόσο και η διαγνωστική διερεύνηση πρέπει να προχωρήσει με τις κατάλληλες ειδικές εξετάσεις. Σε περίπτωση όμως αρνητικού αποτελέσματος, τότε πρόκειται για ενδοκρανιακή νόσο. Η βέλτιστη ιατρική πρακτική υπαγορεύει οι επόμενες κινήσεις να είναι εξετάσεις όπως αξονική τομογραφία – CT, η μαγνητική τομογραφία – MRI, η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Αν και αυτές οι εξετάσεις είναι αρνητικές, τότε τίθεται η διάγνωση της ιδιοπαθούς επιληψίας.
Στην καθημερινή κτηνιατρική κλινική πράξη στην Ελλάδα όμως, η παραπάνω διαγνωστική διερεύνηση δεν είναι πάντοτε εφικτό να τηρηθεί, είτε λόγω έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής είτε λόγω κόστους. Συχνότερα, η διερεύνηση σταματά αφού αποκλειστούν οι εξωκρανιακές νόσοι, οπότε και τίθεται η διάγνωση ιδιοπαθούς επιληψίας. Η υγεία του σκύλου όμως δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα, καθώς η ιδιοπαθής επιληψία είναι το συχνότερο αίτιο επιληπτικών κρίσεων στο σκύλο σε ποσοστό 80%.
Η ιδιοπαθής επιληψία εκδηλώνεται με γενικευμένες και βαριάς μορφής επιληπτικές κρίσεις λόγω λειτουργικής διαταραχής των νευρώνων στο φλοιό και τα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου. Σε ορισμένες φυλές σκύλων έχει επιβεβαιωθεί η κληρονομική μετάδοση. Τέτοιες φυλές είναι οι Beagle, GermanShepherd, Keeshond, Teckelκαι BelgianTervueren. Στους περισσότερους σκύλους οι πρώτες κρίσεις εμφανίζονται σε ηλικία που κυμαίνεται από 6 μήνες ως 5 χρόνια. Όταν εμφανιστούν σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία, το αίτιο είναι συνήθως οι οργανικές ή οι μεταβολικές εγκεφαλοπάθειες. Συχνότερα πάσχουν τα αρσενικά ζώα και οι μεγαλόσωμες φυλές.
Σε αυτές τις φυλές και στα CockerSpaniel, οι επιληπτικές κρίσεις εμφανίζονται σε μικρότερη ηλικία, είναι κατά κανόνα γενικευμένες κινητικές και βαριάς μορφής, έχουν ομαδικό χαρακτήρα και μεταπίπτουν ευκολότερα σε επιληπτική κατάσταση. Η πρόγνωση της νόσου στα ζώα αυτά είναι επιφυλακτική ως δυσμενής και η θεραπευτική αγωγή θα πρέπει να αρχίζει το συντομότερο δυνατό. Σε σκύλους των μικρόσωμων φυλών δεν είναι σπάνια η εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων σε μεγαλύτερη ηλικία με ηπιότερη κλινική εικόνα.
Αρχικά, οι επιληπτικές κρίσεις παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του ύπνου ή της ανάπαυσης του ζώου. Αργότερα που αυξάνεται και η συχνότητα τους μπορεί να εμφανιστούν σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Σε ορισμένα ζώα ως εναυσματικοί παράγοντες της επιληπτικής κρίσης μπορούν να δράσουν τα έντονα φωτεινά και ακουστικά ερεθίσματα, όπως οι αστραπές και οι βροντές. Η αύρα συνήθως περνά απαρατήρητη από τους ιδιοκτήτες ενώ το μετεπιληπτικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από ποικίλη συμπτωματολογία, μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά ως 24 ώρες.
Πριν από κάθε θεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητο να ενημερωθεί ο κηδεμόνας του σκύλου για το ανίατο της νόσου, το κόστος και τις πιθανές παρενέργειες των αντιεπιληπτικών φαρμάκων, το ενδεχόμενο υποτροπής ή επιδείνωσης των επιληπτικών κρίσεων και τις υποχρεώσεις του για μια μακρόχρονη θεραπεία.
Στόχος της αντιεπιληπτικής αγωγής είναι η εξαφάνιση των επιληπτικών κρίσεων χωρίς την παράλληλη εμφάνιση παρενεργειών. Ο στόχος όμως αυτός συνήθως επιτυγχάνεται στο 50% περίπου των περιστατικών. Τα φάρμακα δεν είναι απαραίτητα σε σκύλους που παρουσιάζουν κρίσεις με διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Η αντιεπιληπτική αγωγή θα πρέπει να αρχίζει αμέσως όταν οι μεμονωμένες κρίσεις επαναλαμβάνονται σε διάστημα μικρότερο των 6 εβδομάδων, είναι ομαδικές ή όταν το ζώο προσκομιστεί σε επιληπτική κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της αγωγής συνιστάται η λεπτομερής καταγραφή του αριθμού και του τύπου των κρίσεων από τον κηδεμόνα για καλύτερη εκτίμηση της ανταπόκρισης του συγκεκριμένου ζώου.
Κάθε μεταβολή της δόσης ή προσθήκη νέου φαρμάκου στο αντιεπιληπτικό σχήμα θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν εκτιμηθεί σωστά η αποτελεσματικότητα του προηγούμενου σχήματος. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται η συγκέντρωση του ή των αντιεπιληπτικών φαρμάκων σε δείγματα αίματος πριν από την πρωινή χορήγηση και ύστερα από 4-5 ώρες.
Η αντιεπιληπτική αγωγή ξεκινά με τη χορήγηση της φαινοβαρβιτάλης ή του βρωμιούχου καλίου. Η πρώτη που είναι αποτελεσματική στο 60-80% των περιστατικών θεωρείται φάρμακο πρώτης επιλογής. Η εναρκτήρια δόση είναι 2-3 mgανά κιλό σωματικού βάρους κάθε 12 ώρες από το στόμα. Η δόση πρέπει να εξατομικεύεται επειδή ο μεταβολισμός της φαινοβαρβιτάλης στο ήπαρ διαφέρει από σκύλο σε σκύλο. Τυχόν τροποποίηση της δόσης πρέπει να επιχειρείται μόνο ύστερα από 20 ημέρες συνεχούς χορήγησης και πάντοτε με βάση τα αποτελέσματα του προσδιορισμού της συγκέντρωσης στο αίμα (αποδεκτά όρια 30-40mg/mlορού). Η εξέταση αίματος πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 6 μήνες για την αποφυγή υποδοσίας, οπότε θα έχουμε υποτροπή των κρίσεων, είτε υπερδοσίας, οπότε θα έχουμε εμφάνιση παρενεργειών. Οι πιο συχνές από αυτές είναι η ηρέμηση που εμφανίζεται τις πρώτες 3-15 ημέρες, η πολυφαγία,η πολυδιψία και η πολυουρία. Η σπάνια πρόκληση ηπατοπάθειας με ανορεξία, κατάπτωση, ίκτερο, ασκίτη και ηπατική εγκεφαλοπάθεια αποτελεί τη βαρύτερη παρενέργεια της φαινοβαρβιτάλης. Προληπτικός έλεγχος του κινδύνου αυτού μπορεί να γίνει με τον προσδιορισμό ανά εξάμηνο των χολικών οξέων στον ορό του αίματος. Σπανιότερες παρενέργειες της φαινοβαρβιτάλης είναι οι αιματολογικές διαταραχές, όπως αναιμία, λευκοπενία και θρομβοκυτταροπενία και η πρόκληση υπερδιέγερσης.
Όταν με τη φαινοβαρβιτάλη δεν μπορούν να ελεγχθούν οι επιληπτικές κρίσεις επιβάλλεται η προσθήκη και άλλων φαρμάκων, όπως το βρωμιούχο κάλιο. Οι συχνότερες παρενέργειες του φαρμάκου αυτού είναι η υπνηλία, η πολυφαγία, η πολυδιψία και πιο σπάνια η οξεία παγκρεατίτιδα. Το βρωμιούχο κάλιο αποτελεί τη θεραπεία εκλογής σε σκύλους με χρόνια ηπατική ανεπάρκεια αφού απεκκρίνεται αποκλειστικά από τους νεφρούς.
Τελειώνοντας αυτή την ανάλυση της ιδιοπαθούς επιληψίας στο σκύλο κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε τί πρέπει να κάνει ο κηδεμόνας ενός σκύλου που βρίσκεται σε statusepilepticus, δηλαδή άρχισε μία επιληπτική κρίση και δεν σταματάει με τίποτα…..Τότε πρέπει να ηρεμήσει με χάδια και λόγια το ζώο μέχρι να έρθει κτηνίατρος. Ο ιατρός θα χορηγήσει διαζεπάμη ενδοφλέβια με σκοπό την άμεση διακοπή της επιληπτικής δραστηριότητας. Η ενδοφλέβια χορήγηση μπορεί να επαναληφθεί για 3 φορές σε διάστημα 10 λεπτών. Αν δεν σταματάει η κρίση, τότε ο ιατρός θα χορηγήσει γενική αναισθησία και ο σκύλος θα μεταφερθεί σε κλινική για βραχύβια νοσηλεία.
Συμπερασματικά, η ιδιοπαθής επιληψία στο σκύλο είναι μια ανίατη κατάσταση, η οποία όμως μπορεί να ελεγχθεί και ο σκύλος να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η στενή συνεργασία του κτηνίατρου, του κηδεμόνα αλλά και του ίδιου του σκύλου.
© Vethelp. All rights reserved.